Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρήτειραν — ἀρήτειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρητήρ — ἀρητήρ, ο (θηλ., ἀρήτειρα) (Α) [αράομαι] αυτός που προσεύχεται, ιερέας … Dictionary of Greek